-
1 родильный
επ.της γέννησης, για γέννηση, του τοκετού•родильный дом μαιευτήριο•
-ая горячка επιλόχιος πυρετός.
-
2 родильный
-
3 родильный
[ραντίλ'νυϊ] επ. μαιευτήριο -
4 родильный
[ραντίλ'νυϊ] επ μαιευτήριο -
5 дом
το σπίτι, η οικία, (здание) το οίκημα, το κτήριοдетский - το παιδικό άσυλο, το ορφανοτροφείοкаменный - πέτρινο/λιθόκτιστο -- προκάτРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дом
-
6 дом
домм1. (здание) τό σπίτι, ἡ οίκία, τό κτίριο[ν]:жило́й \дом ἡ κατοικία· многоквартирный \дом ἡ πολυκατοικία· многоэтажный \дом τό πολυόροφο σπίτι·2. (жилье, квартира) ἡ κατοικία, τό σπίτι, τό διαμέρισμα:и́з \дому ἀπό τό σπίτι· доставка на \дом ἡ διανομή κατ' οίκον3. (семья, хозяйство) τό σπίτι, τό σπιτικό, ἡ ἐστία, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμιλιά:хозяин \дома ὁ οίκοδεσπότης, ὁ νοικοκύρης τοδ σπιτιού· хлопотать по \дому ἀσχολούμαι με τό νοικοκυριό·4. (клуб) τό σπίτι, ἡ στέγη, ὁ οίκος:\дом ученых ὁ οίκος τοῦ ἐπιστήμονα· \дом культуры τό σπίτι τοῦ πολιτισμοὔ \дом пионеров τό σπίτι τῶν πιονιέρων· \дом отдыха τό σπίτι ἀνάπαυσης· Родильный \дом τό μαιευτήριο· детский \дом τό παιδικό ἀσυλο, τό ὀρφανοτροφείο[ν]· (заведение, предприятие) уст.:торговый \дом ὁ ἐμπορικός οίκος· \дом умалишенных τό φρενοκομείο, τό ψυχιατρείο· исправительный \дом τό σωφρονιστήριο·6. (династия) ὁ βασιλικός οίκος· ◊ ночлежный \дом τό πανδοχείο, τό νυκτερινό ἄσυλο· публичный \дом τό χαμαιτυπεῖο, τό πορνείο· работать на \дому́ ἐργάζομαι στό σπίτι· разойтись по \дома́м πηγαίνετε στά σπίτια σας· вне \дома ἔξωἀπό τό σπίτι. -
7 дом
-а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.1. σπίτι, οικία•каменный дом πέτρινο σπίτι•
деревянный дом ζυλόσπιτο•
жилой дом κατοικία•
в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•
многоквартирный дом πολυκατοικία•
загородной -εξοχικό σπίτι.
2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.
3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•
в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•
богатый дом πλούσιο σπίτι•
хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.
4. δυναστεία, οίκος•дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.
5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•дом культуры σπίτι πολιτισμού•
дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•
детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•
дом пионеров σπίτι των πιονέρων•
родильный μαιευτήριο•
βλ. ανωτ. детский дом.6. κατάστημα•банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•
торговый дом εμπορικός οίκος•
исправительный дом σωφρονιστήριο•
игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•
питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.
εκφρ.на дом – στο σπίτι•брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•на –у – στο σπίτι, οίκοι•работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον. -
8 приют
-а α.1. άσυλο• στέγη• καταφύγιο, αποκούμπι, λιμάνι, αραξοβόλι.2. ίδρυμα φιλανθρωπικό.εκφρ.родильный приют – παλ. μαιευτήριο•сиротный приют – το ορφανοτροφείο.